-
1 реакция
1. (хим., физиол., биол.) η αντίδραση 2. (на приложенную силу, нагрузку и т.п.) η αντίδρασ/η, η αντενέργεια. аэродинамическая - του αέρος, - на действие органа управления ав. η ανταπόκριση/αντίδραση του οργάνου ελέγχου- отдачи η ανάκρουση, η οπισθοδρόμησηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > реакция
См. также в других словарях:
κατάλυση — Φαινόμενο κατά το οποίο μικρή ποσότητα μιας ξένης ουσίας, η οποία καλείται καταλύτης, αυξάνει την ταχύτητα μιας χημικής αντίδρασης (θετική κ.) ή την ελαττώνει (αρνητική κ.). Οι καταλύτες δρουν σε ελάχιστες ποσότητες και δεν μετέχουν στην… … Dictionary of Greek